Αναστάτωση στην αγορά καυσίμων, πλήθος ερωτημάτων, δυσμενή αντίκτυπο στη Βόρεια Ελλάδα αφήνει πίσω της η αναστολή λειτουργίας της Jetoil, μίας εταιρείας που από σύμβολο ελληνικής επιχειρηματικής επέκτασης εξελίχθηκε σε υπόθεση που καλύπτεται με βαθύ πέπλο μυστηρίου για την ιδιοκτησία, τη χρηματοδότηση και τη βιωσιμότητά της.
H εταιρεία (με δυναμική παρουσία σε Αλβανία, Βουλγαρία, Σερβία, Κόσοβο) διαθέτει πέντε δεξαμενές αποθήκευσης πετρελαιοειδών 220.000 τόνων στο Καλοχώρι Θεσσαλονίκης, οι οποίες λειτουργούν από το 1971. Πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες εγκαταστάσεις στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια (ένα περιουσιακό στοιχείο μεγάλης αξίας), με το λουκέτο (μόνιμο ή προσωρινό) να επηρεάζει κατά βάση περίπου 100 πρατήρια στη Βόρεια Ελλάδα που συνεργάζονται με την εταιρεία.
Οι ιδιοκτήτες τους ψάχνουν από χθες τρόπους να καλύψουν τις ανάγκες τους σε καύσιμα σε μία ιδιαίτερα «πυκνή» περίοδο για την αγορά (με τις εορταστικές μετακινήσεις να ασκούν επιπρόσθετη πίεση).
Η Jetoil εμπορεύεται βενζίνη αμόλυβδη 95, 100 RON, Supreme Gasoline και πετρέλαιο (κίνησης, θέρμανσης, Premium Diesel και ναυτιλίας χαμηλού θείου).
Όπως ανέφερε η χθεσινή ανακοίνωση, η εταιρεία «ανέστειλε προσωρινά τη λειτουργία της λόγω της προσθήκης του κ. Murtaza Ali LAKHANI (πραγματικού δικαιούχου της Cetracore Jetoil Μονοπρόσωπη Ανώνυμη Εταιρεία Πετρελαιοειδών) στην απόφαση 2025/2594 του Συμβουλίου της ΕΕ με την οποία επιβάλλονται οικονομικές κυρώσεις σε συγκεκριμένα πρόσωπα /οντότητες».
Άκρως προβληματική εικόνα
Η λειτουργική αποδυνάμωση της εταιρείας έχει προκαλέσει αναστάτωση σε πρατηριούχους, προμηθευτές και τραπεζικούς κύκλους. Η εικόνα που διαμορφώνεται παραπέμπει σε μια επιχείρηση που βρίσκεται εκ νέου σε οριακό σημείο.
Στο πλαίσιο αυτό, χαμηλές πτήσεις διέγραψαν οι οικονομικές επιδόσεις της Cetracore JetOil κατά το 2024, καθώς σημειώθηκε πτώση των πωλήσεων σε όγκο και σε τζίρο, αλλά ταυτόχρονα βελτίωση των EBITDA και μεγάλη μείωση των ζημιών.
Ειδικότερα, ο όγκος πωλήσεων σε μετρικούς τόνους ανήλθε σε 399.617,97 έναντι 495.565,24 (-19,4%), με τον συνολικό τζίρο να διαμορφώνεται σε 425,28 εκατ. ευρώ έναντι 524,45 εκατ. ευρώ (-19,9%). Εξ αυτών τα 338,43 εκατ. ευρώ αφορούσαν πωλήσεις πετρελαίου και τα 84,12 εκατ. ευρώ πωλήσεις αμόλυβδης βενζίνης, έναντι 427,72 εκατ. ευρώ και 94,29 εκατ. ευρώ αντίστοιχα το 2023.
Οι καθαρές ζημίες περιορίστηκαν σε 730.996 ευρώ έναντι ζημιών 13,69 εκατ. ευρώ το 2023 (-94,7%), ενώ τα EBITDA πέρασαν σε θετικό έδαφος με 13,038 εκατ. ευρώ έναντι -4.081.860 ευρώ (+419,4%). Επίσης, το σύνολο των υποχρεώσεων ανήλθε σε 147,5 εκατ. ευρώ, έναντι 178,17 εκατ. ευρώ της προηγούμενης χρήσης.
Οι σωρευμένες ζημίες ανέρχονται σε 10,24 εκατ. ευρώ, ενώ το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων είναι θετικό, αλλά μικρότερο του μισού του κεφαλαίου.
Από τους Μαμιδάκηδες στην κορυφή της αγοράς
Η Jetoil ιδρύθηκε το 1968 από την οικογένεια Μαμιδάκη στην Κρήτη και μέσα σε λίγες δεκαετίες μετατράπηκε σε έναν από τους ισχυρότερους ανεξάρτητους ομίλους εμπορίας πετρελαιοειδών στην Ελλάδα.
Στις δόξες της:
- διέθετε εκατοντάδες πρατήρια σε όλη τη χώρα,
- παρουσία σε Βαλκάνια και Ανατολική Μεσόγειο,
- δραστηριότητα στο bunkering και στις διεθνείς αγορές καυσίμων.
Η κρίση, ο υψηλός δανεισμός και οι πιέσεις ρευστότητας όμως αποδείχθηκαν καθοριστικοί.
Η κατάρρευση του 2016 και η αναγέννηση
Το 2016 η εταιρεία κατέφυγε στο άρθρο 99 (προστασία από πιστωτές), με συσσωρευμένα χρέη εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ. Την ίδια χρονιά σημειώθηκε και το τραγικό γεγονός της αυτοκτονίας του Κυριάκου Μαμιδάκη, προέδρου και κεντρικής φυσιογνωμίας του ομίλου, σηματοδοτώντας ουσιαστικά το τέλος της Jetoil όπως ήταν γνωστή μέχρι τότε.
Η παλιά Jetoil κατέρρευσε, όμως το brand δεν εξαφανίστηκε.
Η «επόμενη μέρα», η ρωσική ανάμιξη και ο μυστήριος και πανίσχυρος Καναδοπακιστανός
Μέσω σχεδίου εξυγίανσης, τα βασικά περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας πέρασαν στη Cetracore Energy, με έδρα τη Βιέννη και χρηματοδότη τη Credit Bank of Moscow.
Η νέα εταιρική μορφή, Cetracore-Jetoil, επανεκκίνησε δραστηριότητες στην Ελλάδα. Τη Cetracore Energy ελέγχει η UFG Europe Holding (κατέχει το 80,1% των μετοχών) με έδρα το Λουξεμβούργο, στην οποία η θυγατρική της Rosneft (ρωσικός πετρελαϊκός κολοσσός), JV Projects SA, κατέχει μερίδιο 19,9%, με τη μετοχική βαβέλ να μην σταματά εκεί…
Το 2020 η γενική συνέλευση εξέλεξε νέο Δ.Σ, βασικά μέλη του οποίου συνδέονται με το Mercantile & Maritime Group.
Πρόκειται για όμιλο με έδρα τότε τη Σιγκαπούρη και πλέον το Μπαχρέιν (και γραφεία σε Κύπρο, Ντουμπάι, Μιανμάρ, ενώ στο παρελθόν και σε Ιράκ, Ρωσία και Τουρκία) που δραστηριοποιείται ως διαχειριστής αγοράς (market operator) στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο με παρουσία σε Μ. Ανατολή, Ασία και Ευρώπη.
Ο άντρας που κινεί τα νήματα στη Mercantile είναι ο Μουρταζά Λακχανί, ένας «μυστήριος» Καναδοπακιστανός πολυεκατομμυριούχος και μάστορας των deals που ξεκίνησε ως έμπορος πετρελαίου στη δεκαετία του 1980 και έκτοτε έχει διαγράψει μετεωρική άνοδο, διαθέτοντας ισχυρές και πολυεθνικές προσβάσεις στα κέντρα εξουσίας με δημοσιεύματα αμερικανικών μέσων να τον θέλουν ελεγχόμενο για ύποπτες συναλλαγές εμπορίας ρωσικού πετρελαίου.
Μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, οι ευρωπαϊκές κυρώσεις δημιούργησαν σοβαρά εμπόδια στις χρηματοροές.
Βάσει κύκλων της αγοράς, δάνεια προς ρωσικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν κανονικά, όχι απαραίτητα λόγω αδυναμίας, αλλά λόγω θεσμικού μπλοκαρίσματος, με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται δραστικά η λειτουργία της εταιρείας.
Πρατηριούχοι κάνουν λόγο για διακοπές εφοδιασμού, η δραστηριότητα εμφανίζεται υποτονική σε σχέση με το παρελθόν με το μέλλον της εταιρείας να παραμένει θολό, τόσο επιχειρηματικά όσο και νομικά.
Το ερώτημα πλέον δεν είναι μόνο αν η Jetoil «πάγωσε» προσωρινά, αλλά αν μπορεί να «επιβιώσει» μακροπρόθεσμα μέσα σε ένα περιβάλλον αυστηρών κυρώσεων, περιορισμένης χρηματοδότησης και χαμηλής εμπιστοσύνης της αγοράς.