Τον περασμένο Αύγουστο η Βουλή ψήφισε τον Ν.5224/2025 ο οποίος προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι μέχρι και τις 31 Δεκεμβρίου 2025 τα πανεπιστήμια της χώρας θα πρέπει να έχουν στείλει στο υπουργείο Παιδείας καταλόγους με τους μη ενεργούς φοιτητές τους. Όσοι δεν συμπεριλαμβάνονται σε κάποια από τις ευεργετικές διατάξεις που παρέχουν παράταση του χρόνου σπουδών, αυτοδικαίως θα διαγράφονται. Τους καταλόγους ανά Τμήμα συντάσσουν οι γραμματείες και αποστέλλονται στη Διεύθυνση Ανώτατης Εκπαίδευσης του υπουργείου Παιδείας. Η μη εφαρμογή ή η πλημμελής εφαρμογή αυτών των διατάξεων από τα πανεπιστήμια θεωρείται πειθαρχικό αδίκημα και λαμβάνεται υπόψη κατά την κατανομή της τακτικής δημόσιας επιχορήγησης.
Όπως έγραψε προχθές η «ΜτΚ» σε αρκετά πανεπιστήμια, μεταξύ των οποίων και τα δύο μεγαλύτερα, το ΑΠΘ και το ΕΚΠΑ των Αθηνών, οι σύλλογοι Διοικητικών Υπαλλήλων αποφάσισαν να απέχουν από την κατάρτιση των καταλόγων με τους μη ενεργούς φοιτητές, όπως αυτοί ορίζονται από το νόμο.
«Εμείς πήραμε μια απόφαση θεωρώντας ότι πρέπει να μπορούμε να κοιτάμε τους φοιτητές στα μάτια. Εμείς αποφασίσαμε ότι δε θα διαγραφεί κανείς», δήλωσε προ ημερών η εκπρόσωπος των διοικητικών υπαλλήλων του ΕΚΠΑ, στο πλαίσιο συνέντευξης Τύπου. Τώρα, το πού θα βρει τους «αιώνιους» φοιτητές, οι οποίοι εγκατέλειψαν εδώ και δεκαετίες τις σπουδές τους, ενώ κάποιοι εγκατέλειψαν και τα εγκόσμια, για να τους κοιτάξει στα μάτια, είναι άλλο θέμα.
Ωστόσο, την ίδια γνώμη είχε και ο/η δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης που έκρινε ότι καλώς οι διοικητικοί υπάλληλοι απέχουν από αυτή τους την υποχρέωση επειδή, όπως αναφέρεται στην απόφαση του δικαστηρίου, τα πανεπιστήμια δεν υφίστανται οικονομική ζημία από τους «αιώνιους» φοιτητές, αφού δεν δικαιούνται καμία παροχή. Πέραν του ότι αυτό δεν είναι ακριβές (η κατανομή της κρατικής χρηματοδότησης στα πανεπιστήμια γίνεται με βάση και τον -πραγματικό- αριθμό των φοιτητών), με την ίδια λογική δεν χρειάζεται να γίνει ούτε η εκκαθάριση των εκλογικών καταλόγων από τους ήδη αποβιώσαντες ή τους διπλοεγγεγραμμένους, αφού ούτε αυτοί επιβαρύνουν οικονομικά τα δημόσια ταμεία. Όπως δεν χρειάζεται να γίνει και η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών αφού κι αυτό δεν θα έχει δημοσιονομικό κόστος.
Για την ουσία αυτών των υποθέσεων έχουμε αρθρογραφήσει πολλές φορές κατά το πρόσφατο παρελθόν, παρέλκει συνεπώς η επανάληψη των ίδιων απόψεων. Το θέμα μας εδώ είναι ότι ένας ακόμη νόμος κινδυνεύει να τεθεί ανενεργός επειδή ένας σύλλογος εργαζομένων διαφωνεί με το περιεχόμενό του. Είναι θεμιτό αυτό στην ελληνική κουλτούρα και στην εγχώρια έννομη τάξη, ακόμη και στην περίπτωση που ο νόμος αφορά μόνο έμμεσα τους διαμαρτυρόμενους, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των διοικητικών υπαλλήλων των πανεπιστημίων οι οποίοι καλούνται απλώς να εκτελέσουν τα υπηρεσιακά τους καθήκοντα.
Στο μεταξύ, την ώρα που διοικητικοί υπάλληλοι τάσσονται κατά της διαγραφής των «αιωνίων» φοιτητών, οι ίδιοι δεν φαίνεται να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για τη συνέχιση των σπουδών τους. Αυτό προκύπτει από τον εξαιρετικά μικρό αριθμό των ενστάσεων που έχουν υποβληθεί από μη ενεργούς φοιτητές οι οποίες θα εξεταστούν και εφόσον εμπίπτουν στις κάμποσες εξαιρέσεις του νόμου, θα γίνουν δεκτές.
Συνεπώς, θα μπορούσαν οι σύλλογοι των διοικητικών υπαλλήλων να στείλουν τα ονόματα όλων των υπολοίπων οι οποίοι έτσι κι αλλιώς δεν ενδιαφέρονται να πάρουν πτυχίο και ας εξαιρέσουν όσους έχουν υποβάλει ένσταση. Τουλάχιστον αυτούς έχουν μια, μικρή έστω, πιθανότητα να τους συναντήσουν, ώστε “να μπορούν να τους κοιτάξουν στα μάτια”. Για τους υπόλοιπους, όμως, γιατί κόπτονται;