«Το βότανο που θεραπεύει τον καρκίνο σε 7 ημέρες». «Τα εμβόλια αλλάζουν το DNA μας; Η αλήθεια που “κρύβεται”». «Το μυστικό ρόφημα που υπόσχεται αιώνια υγεία». Τίτλοι που συναντάμε καθημερινά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στο διαδίκτυο, με μοναδικό σκοπό να παραπλανήσουν τον αναγνώστη και να του προκαλέσουν φόβο ή ψεύτικη ελπίδα, ώστε να τον ωθήσουν στο «κλικ».
Η παραπληροφόρηση αποτελεί σήμερα ένα καθημερινό φαινόμενο, τι συμβαίνει όμως όταν τα fake news αφορούν σοβαρά ιατρικά ζητήματα ή θέματα υγείας; Από τα social media μέχρι αμφίβολης αξιοπιστίας ιστοσελίδες, ψευδείς ή παραποιημένες «ιατρικές» πληροφορίες διαδίδονται με μεγάλη ταχύτητα, επηρεάζοντας αποφάσεις που σχετίζονται άμεσα με την ανθρώπινη ζωή.
Με στόχο να αναδειχθούν τα όρια της παραπληροφόρησης και οι σοβαρές επιπτώσεις της στα ζητήματα υγείας, το Εργαστήριο Μελέτης Ιατρικού Δικαίου και Βιοηθικής του ΑΠΘ διοργάνωσε επιστημονική εκδήλωση με τίτλο: «Παραπληροφόρηση και fake news σε θέματα υγείας».
Όπως εξηγεί στο emakedonia.gr η Κατερίνα Φουντεδάκη διευθύντρια του Εργαστηρίου, Καθηγήτρια Νομικής Σχολής ΑΠΘ, η παραπληροφόρηση γύρω από θέματα υγείας δεν είναι ένα νέο φαινόμενο. Ήδη πριν από την πανδημία υπήρχε έντονη δραστηριότητα του αντιεμβολιαστικού κινήματος, ενώ μετά την πανδημία οι ψευδείς πληροφορίες για ζητήματα υγείας εντάθηκαν ακόμη περισσότερο.
Πλέον, το φαινόμενο διογκώνεται μέσω της Τεχνητής Νοημοσύνης, η οποία μπορεί να παράγει βίντεο και περιεχόμενο που μοιάζει με επίσημες ανακοινώσεις επιστημονικών φορέων. «Θελήσαμε να αναδείξουμε το συγκεκριμένο ζήτημα και να εξετάσουμε πώς εκδηλώνεται η παραπληροφόρηση τόσο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όσο και στον Τύπο», επισημαίνει.
Η παραπληροφόρηση πλήττει τη δημόσια υγεία
Σύμφωνα με την Χρύσα Σαρδέλη, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του Τμήματος Ιατρικής ΑΠΘ και ομιλήτρια στην επιστημονική εκδήλωση, «η παραπληροφόρηση αποτελεί ένα κρίσιμο ζήτημα, καθώς πλήττει όχι μόνο τη σωματική και ψυχική υγεία του ατόμου, αλλά και τη δημόσια υγεία συνολικά. Η υγεία είναι παγκόσμιο αγαθό και όταν θίγεται, δημιουργεί προβλήματα τόσο για τον ίδιο τον πάσχοντα όσο και για τους οικείους του και την κοινωνία ευρύτερα».
«Η διάδοση ψευδών ειδήσεων μπορεί να εκθέσει ανθρώπους σε κίνδυνο, να προκαλέσει υπερφόρτωση στο ιατρικό προσωπικό, το οποίο αναγκάζεται να αφιερώνει χρόνο για να αντικρούει ανακριβείς πληροφορίες, και να δημιουργήσει σημαντική οικονομική επιβάρυνση σε όσους επηρεάζονται, λόγω λανθασμένων θεραπειών ή απατών», συμπληρώνει η κ. Σαρδέλη.
Ο ρόλος της επιστημονικής γνώσης και η ανάγκη ελέγχου
Από την νομική πλευρά η κ. Φουντεδάκη επισημαίνει ότι η παραπληροφόρηση πρέπει να περιορίζεται πριν φθάσει στο στάδιο της παρέμβασης του δικαίου, καθώς το νομικό πλαίσιο δεν μπορεί να καλύψει όλες τις περιπτώσεις. «Ιδιαίτερα κρίσιμο είναι οι πολίτες να ελέγχουν την πηγή της ενημέρωσής τους», τονίζει, ειδικά αν ληφθεί υπόψη ότι στην Ελλάδα μεγάλο ποσοστό ενημερώνεται κυρίως μέσω των κοινωνικών μέσων δικτύωσης.
Από την ιατρική πλευρά, η κ. Σαρδέλη τονίζει ότι η αναζήτηση επιστημονικών πηγών, η διασταύρωση των δεδομένων και η συζήτηση με ειδικούς είναι απαραίτητα βήματα για τον περιορισμό της παραπληροφόρησης. Παράλληλα, επισημαίνει ότι ακόμη και οι επιστήμονες μερικές φορές, είτε σκόπιμα είτε άθελά τους, παράγουν ή δημοσιεύουν επιστημονικά στοιχεία χαμηλής ποιότητας. «Ένα δημοσιευμένο άρθρο δεν σημαίνει απαραίτητα ότι πρέπει να το πιστέψουμε αμέσως. Η επιστημονική γνώση χρειάζεται πάντα επιβεβαίωση και κριτική προσέγγιση».
Αντίδοτο η δημοσιογραφία της υγείας
«Καθοριστικό αντίδοτο στην τοξικότητα της «επιδημίας» παραπληροφόρησης (infodemic) μπορεί να αποτελέσει η δημοσιογραφία της υγείας», υπογραμμίζει η Ιωάννα Κωσταρέλλα, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ, και ομιλήτρια στην επιστημονική εκδήλωση, αναδεικνύοντας τη σημασία της υπεύθυνης ενημέρωσης σε συνθήκες κρίσης. «Η πανδημία αμφισβήτησε την επιστημονική συναίνεση και έφερε πιο επιτακτικά την ανάγκη για αξιόπιστη πληροφόρηση».
Όπως επισημαίνει, το κενό αυτό έρχεται να καλύψει η εξειδικευμένη δημοσιογραφία της υγείας, η οποία καλείται να λειτουργεί με επιστημονικά κριτήρια και αυστηρό έλεγχο της πληροφορίας. «Κι εδώ η εξειδίκευση της δημοσιογραφίας για θέματα υγείας, υποτομέα της Δημοσιογραφίας της Επιστήμης, έχει κρίσιμο ρόλο: να ενημερώνει αξιόπιστα, κατανοητά και υπεύθυνα, προσφεύγοντας σε έγκυρες πηγές, ελέγχοντας και επαληθεύοντας διαρκώς τα στοιχεία και αποφεύγοντας τίτλους που προκαλούν φόβο ή εντυπωσιασμό».
Παράλληλα, η κ. Κωσταρέλλα τονίζει το θεσμικό και κοινωνικό κενό που υπάρχει στην Ελλάδα στον συγκεκριμένο τομέα του ρεπορτάζ: «Ο συγκεκριμένος τομέας ρεπορτάζ, εξαιρετικά σπάνιος στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, είναι η “γέφυρα” που χρειαζόμαστε μεταξύ επιστημόνων και πολιτών, καθώς οι δημοσιογράφοι που καλύπτουν την υγεία αναλαμβάνουν να εκλαϊκεύσουν την σύνθετη πληροφορία, να την κάνουν κατανοητή στο ευρύ κοινό και να συμβάλλουν στη λήψη ενημερωμένων αποφάσεων. Αλλά για να γίνει αυτό πρέπει τα μέσα ενημέρωσης να προτεραιοποιήσουν αυτό τους τον ρόλο και να διαθέσουν πόρους».
Κριτική στάση απέναντι στην πληροφορία
Oι ομιλήτριες συμφωνούν στην ανάγκη κριτικής στάσης απέναντι σε πληροφορίες που προϋποθέτουν εξειδικευμένες γνώσεις. Οι πολίτες θα πρέπει να εξετάζουν αν εκείνος που διατυπώνει έναν ιατρικό ισχυρισμό διαθέτει τεκμηριωμένη επιστημονική πηγή. Παράλληλα, ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται απέναντι σε δημοσιεύματα ή αναρτήσεις που είναι σχεδιασμένα μόνο για να προκαλούν εντυπωσιασμό ή να στοχεύουν στη συναισθηματική ανταπόκριση του κοινού.
Η κ. Σαρδέλη προσθέτει ότι η κοινωνία δεν πρέπει να εμπιστεύεται τυφλά τα social media, την τηλεόραση ή το διαδίκτυο ως πηγή πληροφοριών για θέματα υγείας. «Ακόμη και όταν ένας ειδικός εκφράζει γνώμη, αυτή αφορά γενικά θέματα και δεν αντικαθιστά την εξατομικευμένη αξιολόγηση από επαγγελματία υγείας. Είναι σημαντικό να ζητάμε δεύτερη γνώμη και να εμπιστευόμαστε επαγγελματίες που εξετάζουν πλήρως την περίπτωσή μας και λαμβάνουν υπόψη όλες τις παραμέτρους της υγείας μας», αναφέρει.
Εργαστήριο Μελέτης Ιατρικού Δικαίου και Βιοηθικής του ΑΠΘ
Το Εργαστήριο Μελέτης Ιατρικού Δικαίου και Βιοηθικής του ΑΠΘ αναπτύσσει πολύπλευρη επιστημονική, ερευνητική και πρακτική δράση και αποτελεί τον μόνο πανεπιστημιακό φορέα στην Ελλάδα που ασχολείται αποκλειστικά με τα ζητήματα αυτά. Μεταξύ άλλων, διοργανώνει επιστημονικές εκδηλώσεις και σεμινάρια, λειτουργεί μεταπτυχιακό πρόγραμμα και θερινό σχολείο, ενώ συνεργάζεται στενά με την Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής και Τεχνοηθικής.