Αυτή την εβδομάδα δύο ακόμα θρίλερ αποδεικνύουν πως οι εταιρείες παραγωγής, οι σκηνοθέτες αλλά και οι θεατές του κινηματογράφου αγαπούν πάντα το είδος με μεγάλη επιτυχία μάλιστα ορισμένων ταινιών. Αυτές της ημέρες συναντούμε το αμερικανικό θρίλερ «Keeper» και την πρόταση της Ελβετίας για τα 98α βραβεία Όσκαρ «Τελευταία βάρδια» σκηνοθετημένη από την Ιταλίδα Πέτρα Μπλάτερ Βολτ. Ο Όσγκουντ Πέρκινς, που σκηνοθέτησε το «Keeper» με λιγότερο από 1 εκατομμύριο δολάρια, είναι γνωστός για την μεγάλη επιτυχία τρόμου το «Longlegs». Αυτή τη φορά αξιοποιεί ένα μάλλον απλό σενάριο το οποίο εξελίσσεται εφιαλτικά.
Ξαφνικός εφιάλτης
Η Λιζ ζητάει από τον κολλητό της Μάλκομ να απομονωθούν σ’ ένα εξοχικό μέρος για λίγες ημέρες για να ξεσκάσουν. Η ωραία ιδέα θα εξελιχθεί αρνητικά. Ο Μάλκομ εξαφανίζεται, και πέραν τούτων, όλο το τοπίο δίπλα στην γυναίκα μετατρέπεται σε εφιάλτη, ένα είδος παράπλευρου σύμπαντος με το πέρασμα σε άλλον χωρόχρονο. Ξαφνικά η αγάπη μετατρέπεται σε μίσος. Η κοπέλα βλέπει να περνούν δίπλα τις διάφορες μορφές γυναικών από διάφορες εποχές και ο σκηνοθέτης εξηγεί γιατί το κάνει αυτό.
Η «ανήσυχη» συνείδηση
Μιλάμε για έναν εγκλωβισμό, για το «ξεπλήρωμα» μίας ενοχής, για τον αποκλεισμό από το δικαίωμα της αγάπης. Τι ακριβώς συμβαίνει; Πριν από πολλά χρόνια στο βιβλίο «Κινηματογράφος και πολιτική» του Ζίμερ αναφέρθηκε στο αμερικανικό γουέστερν της «ανήσυχης συνείδησης». Όλοι οι Αμερικανοί θεωρούνται ένοχοι για τον θάνατο του Ινδιάνου «πατέρα» και γι’ αυτό οφείλουν να πληρώσουν το τίμημα (δες και «Όταν ξέσπασε η βία»).
Προ ετών προβλήθηκε και είχε και συνέχειες το «Ξαίρω τι κάνατε πέρσι το καλοκαίρι», όπου ένας τύπος απειλεί μία ομάδα κολλεγιόπαιδων ως υπεύθυνους για φόνο. Στο «Βλέπω τον θάνατό σου» συναντούμε και πάλι ενοχές και ιδίως στον «Εφιάλτη στον δρόμο με τις λεύκες» του Γουές Κρέιβιν. Η κατάρα φθάνει και μέχρι τη νέα γενιά που είναι ιδεολογικής φύσης. Ο Πέρκινς δεν παίζει τόσο με φρικιαστικές εικόνες όσο με αγωνιακές αναφορές, ερωτηματικά της ηρωίδας και ελλείψεις.
Ασθματικό θρίλερ
Όσο για την «Την τελευταία βάρδια», μία νέα γυναίκα εργάζεται ως νοσοκόμα σ’ ένα ελβετικό νοσοκομείο πλήρως υποβαθμισμένο και με ελλείψεις προσωπικού. Ανα πάσα στιγμή μπορεί να εμφανιστεί μία απουσία, κάτι απρόοπτο. Είναι φιλότιμη, καλά εκπαιδευμένη και πρέπει να παρέχει βοήθεια σε πολλούς ασθενείς κάποιοι εκ των οποίων βρίσκονται στο τελευταίο στάδιο.
Το φιλμ έχει τη δομή ενός υπαρξιακού θρίλερ με δυνατό μοντάζ, ένταση και ανατροπές λαμβάνοντας τη μορφή κοινωνικής καταγραφής και καταγγελίας και σε διεθνές επίπεδο. Η ευαισθησία της σκηνοθέτιδας, το ταλέντο της πρωταγωνίστριας, συνεργούν σ’ ένα πολύ εντυπωσιακό αποτέλεσμα ασθματικό και γεμάτο ερωτηματικά.
Ατέλειες σ’ όλα τα συστήματα
Η μεταφυσική και τα παράλληλα σύμπαντα συναντούν την σκληρή πραγματικότητα και οι ακαθόριστες ενοχές τις αγωνίες της σύγχρονης κοινωνίας. Ευνοεί το σινεμά τα ψυχιατρεία αλλά και άλλες επιλογές χώρων και καταστάσεων είναι απαραίτητες. Τα θέματα που ασχολείται το «Keeper» είναι για την ελλιπή φροντίδα και «αναγνώριση» των οικογενειακών προβλημάτων, το βάθος των ενοχών. Από το 1978 είχαμε αυτή την οικογενειακή διασύνδεση με το cult φιλμ του Κάρπεντερ «Η νύχτα με τις μάσκες» που ακολουθήθηκε από αμέτρητες συνέχειες και ριμέικ. Από το ψυχιατρείο ο δολοφόνος επιστρέφει στο σπίτι του στη μικρή πόλη για να εκδικηθεί γιατί δεν τον κατανόησαν. Είναι εκεί που άρχισαν όλα και μικρό παιδί διέπραξε τον φόνο. Τώρα επιστρέφει για να εκδικηθεί την ίδια την πόλη, να ανανεώσει τις ενοχές της για τη μέριμνα που δεν του έδειξε μπρος στην αποτρόπαια πράξη του. Είναι εκδικητικός, απρόσωπος, αποφασισμένος και άτρωτος. Άρα δεν υπάρχει, είναι μία αβάσταχτη συλλογική ενοχή, κάτι που ταιριάζει και εξηγεί πολλά.
Φανταστικό και ρεαλισμός
Στην πρώτη περίπτωση έχουμε τον κινηματογράφο του φανταστικού και στη δεύτερη το ρεαλιστικό στα όρια του ντοκιμαντέρ. Χαίρομαι ιδιαίτερα που το ευρωπαϊκό σινεμά αναδεικνύει αυτή τη φρίκη του καθημερινού, την ταλαιπωρία, την αδυναμία εξυπηρέτησης, και το έκανε, όχι μόνον με τα νοσοκομεία αλλά και άλλα φαινόμενα, όπως π.χ. τα μποτιλιαρίσματα. Στο σινεμά, το μεγαλύτερο μποτιλιάρισμα στην ιστορία, το ’δειξε ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ στο «Week end» και αργότερα ο Λουίτζι Κομεντσίνι στο «Μεγάλο μποτιλιάρισμα».
Άρρωστη ψυχοπαθολογικά η κοινωνία στο «Keeper», άρρωστη από ατέλεια (σύστημα υγείας κ.τ.λ.) στην «Τελευταία βάρδια». Το πρόβλημα είναι ότι το αμερικάνικο έχει διαφήμιση, υπάρχουν φαν του είδους, οι νέοι, ενώ το ευρωπαϊκό νουάρ, παρά την αξία του μοιάζει εγκαταλελειμμένο και ανήμπορο, ασθενής σε μία εντατική χωρίς τις απαραίτητες προδιαγραφές.