Ο πρωινός καφές με τον Αντώνη Δούδο που δεν έγινε ποτέ… Του Νίκου Οικονόμου

«Δε μου στέλνεις εκείνο το χαρτάκι να κάνουμε τις ερωτήσεις; Μπορεί να τις δημοσιεύσεις μετά θάνατον», μου είπε λες και το ήξερε

Νίκος Οικονόμου
Γράφει Νίκος Οικονόμου Δημοσιογράφος

Στη δημοσιογραφία οι «πιασάρηδες» συνομιλητές είναι αυτοί που μιλούν συχνά και τα λένε χύμα. Ο Αντώνης Δούδος, που έφυγε αυτές τις ημέρες σε ηλικία 86 χρονών, δεν ήταν από αυτούς. Κρατούσε το στόμα του κλειστό και σπάνια ανοιγόταν.

Τον γνώρισα κάπου το 2006, με έναν είναι αλήθεια περιπετειώδη τρόπο. Ήταν προεκλογική περίοδος και στον «Αγγελιοφόρο», όπου εργαζόμουν, ήρθε ένα κείμενο υποστήριξης του Γιάννη Μπουτάρη, με υπογραφές πολλών κεντροδεξιών προσωπικοτήτων της πόλης. Ένα από αυτά τα ονόματα ήταν και του Δούδου.

Η ώρα ήταν περασμένη, αλλά παρ’ όλα αυτά η είδηση προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στο στρατόπεδο της τοπικής ΝΔ, που προσπαθούσε να επανασυσπειρώσει τον κόσμο της παράταξης για την επανεκλογή του Βασίλη Παπαγεωργόπουλου.

Έπεσαν πολλά τηλεφωνήματα και τελικά ο Δούδος, που ήταν βέρος δεξιός, φίλος του Κώστα Καραμανλή και κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος της αστικής Θεσσαλονίκης, απέσυρε την υπογραφή του.

Λίγα χρόνια αργότερα, ήταν ένας από τους βασικούς υποστηρικτές του Αντώνη Σαμαρά στις εσωκομματικές εκλογές του 2019 για την προεδρία της ΝΔ. Ως μέλος της βασικής σαμαρικής ομάδας της πόλης, χωρίς ο ίδιος να κάνει ποτέ δημόσια εμφάνιση.

Πιο κοντά ήρθαμε όταν ξεκίνησε την πορεία του στον τουριστικό κλάδο με τα δύο ξενοδοχεία που δημιούργησε. Το ένα στην Καλαποθάκη, δίπλα στα γραφεία της εφημερίδας όπου εργαζόμουν και το άλλο στη Φούρκα, όπου παραθερίζω εδώ και πολλά χρόνια.

Έτσι, άρχισαν οι συζητήσεις μας. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την κριτική που έκανε για τον Έλληνα, ο οποίος -όπως έλεγε συχνά- δεν έχει ποτέ αντίληψη για το τι σημαίνει κοινό καλό. «Ο καθένας κοιτά την πάρτη του», έλεγε και ξανάλεγε.

Τα τελευταία χρόνια, όλες μας οι συναντήσεις ήταν πάρα θίν’ αλός στην αγαπημένη του (μου) Χαλκιδική. Πρόπερσι, του πρότεινα να κάνουμε έναν «Πρωινό Καφέ» για το portal της «Μακεδονίας». Του άρεσε η ιδέα, μου έστειλε τις φωτογραφίες, αλλά μετά, όταν είδε τις ερωτήσεις για να ξέρει περίπου πώς θα κινηθούμε, σαν να φρέναρε.

Ίσως και λόγω της υγείας του που είχε πια κλονιστεί. Ίσως και γιατί δεν μιλούσε συχνά δημόσια. Φέτος, τα ξαναείπαμε στη Φούρκα και όταν με είδε στην παραλία (με το τζόκεϊ, το μαγιό και μαυρισμένο) με αναγνώρισε σχεδόν αμέσως. «Δε μου στέλνεις εκείνο το χαρτάκι να κάνουμε τις ερωτήσεις; Μπορεί να τις δημοσιεύσεις μετά θάνατον», μου είπε λες και το ήξερε. Του τις έστειλα, αλλά απάντηση δεν πήρα.

Θα ήταν σίγουρα ένας υπέροχος «πρωινός καφές». Με έναν άνθρωπο που ήταν μπροστά από την εποχή του σε θέματα επιχειρηματικότητας, αγαπούσε την Ελλάδα και τη Θεσσαλονίκη και είχε μπόλικες κοινωνικές και φιλανθρωπικές ευαισθησίες.