Παρακολουθώντας το συγκλονιστικό πανόραμα πίστης που ξεδιπλώνεται στο σημερινό Αποστολικό ανάγνωσμα από την προς Εβραίους επιστολή (Εβρ. 11:9-10, 32-40), ο ακροατής συναντά μία φράση-κλειδί που λειτουργεί ως θεολογικός κόμπος που αντί να κλείνει, ανοίγει τον δρόμο στην ελπίδα.
Ο Απόστολος Παύλος αναφερόμενος στους προ αυτού Δικαίους και πιστούς της Παλαιάς Διαθήκης, τονίζει ότι εκείνοι, μεν, αποχώρησαν νωρίτερα από εμάς από την παρούσα ζωή, η σχέση τους, όμως, με τον Θεό δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, «επειδή ο Θεός είχε προβλέψει κάτι καλύτερο για εμάς, ώστε να μη φτάσουν εκείνοι στην τελείωση χωρίς εμάς» (Εβρ. 11:40).
Η φράση αυτή δεν αποτελεί απλώς μία παρηγορητική κατακλείδα· είναι μία ριζοσπαστική διακήρυξη για τον τρόπο με τον οποίο ο Θεός νοεί την ιστορία, τον άνθρωπο και το μυστήριο της σωτηρίας.
Οι ήρωες της πίστης που προηγήθηκαν -από τον Αβραάμ έως τους προφήτες και τους μάρτυρες- δεν παρουσιάζονται ως αυτάρκεις πνευματικοί «πρωταθλητές». Παρότι πορεύτηκαν με την πίστη τους ως πολυτιμότατο σύμμαχο, δεν έφτασαν μόνοι τους στην τελείωση. Η σωτηρία, επομένως, δεν είναι ατομικό επίτευγμα, αλλά κοινή πορεία και συλλογικό γεγονός.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σημειώνει (PG 63, 195-196) ότι ο Θεός «συνέδεσε τα τέλη των παλαιών με τα χαρίσματα των νέων», θέλοντας να δείξει ότι όλοι αποτελούν ένα ενιαίο σώμα. Κανείς δεν σώζεται μόνος, διότι κανείς δεν υπάρχει μόνος. Η τελείωση είναι καρπός κοινωνίας.
Στο ίδιο πνεύμα, ο Μάξιμος ο Ομολογητής τονίζει (PG 91, 1305C) ότι η σωτηρία είναι κίνηση από το «κατ’ ιδίαν» στο «καθόλου», από την αυτάρκεια στη σχέση. Γι’ αυτό και στα περίφημα «Κεφάλαια περί αγάπης» επισημαίνει: «Αυτός που αγαπά πραγματικά τον Θεό δεν γίνεται να μη δείχνει αγάπη σε κάθε άνθρωπο, αφού όλοι αποτελούν ενότητα ως προς την ίδια ανθρώπινη φύση» (PG 90, 1052A).
Η προοπτική αυτή φωτίζει εκ νέου την καταληκτική φράση του Αποστολικού αναγνώσματος, αποκαλύπτοντας ότι η σωτηρία είναι γεγονός εκκλησιαστικό είσοδος σε μία σχέση που υπερβαίνει τον χρόνο και συνδέει το παρόν με το μέλλον, τους ζώντες με τους κεκοιμημένους, αφού μέσα στο γεγονός της Ανάστασης η ιστορία ενώνεται με την αιωνιότητα.
Η πίστη δεν είναι ιδεολογική θέσηꞏ είναι τρόπος ύπαρξης, τρόπος κοινωνίας. Η σωτηρία δεν πραγματώνεται ως ατομική επιτυχία, αλλά ως ένταξη σε μία ζωντανή κοινότητα, στο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, όπου ο άνθρωπος μαθαίνει να υπάρχει όχι αυτάρκης, αλλά κοινωνικός. Έτσ
ι, η αλήθεια της πίστης δεν περιορίζεται σε θεωρητικές διατυπώσεις· γίνεται καθημερινή άσκηση εξόδου από το «εγώ» προς το «εμείς», από την απομόνωση στην κοινωνία.
Τελικά, το «καλύτερο», που ο Θεός προέβλεψε για μας, δεν είναι απλώς χρονικά μεταγενέστερο· είναι ποιοτικά βαθύτερο: είναι η εν Χριστώ κοινωνία, όπου παλαιοί και νέοι, ζώντες και κεκοιμημένοι, παρελθόν και παρόν, συγκροτούν ένα σώμα ζωής.
Σε μία εποχή έντονου ατομικισμού, η φράση αυτή αποτελεί πρόκληση και αντίσταση: κανείς εδώ, στην Εκκλησία, δεν σώζεται μονάχος. Η πίστη δεν είναι ιδιωτικό καταφύγιο αλλά κοινό ταξίδι.
Ο Θεός συγκροτεί ένα «εμείς», που υπερβαίνει τα όρια του χρόνου και της ιστορίαςꞏη Εκκλησία είναι το «καλύτερο» που Εκείνος προόρισε για μας.